χρηματίσας

χρηματίσας
χρηματίσᾱς , χρηματίζω
negotiate
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετακαθέζομαι — (Α) [καθέζομαι] αλλάζω τη θέση μου, κάθομαι σε άλλη θέση («χρηματίσας δὲ καὶ τούτοις... μετεκαθέζετο ἐπὶ τὸν ἑξῆς θρόνον», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”